- βαθυτέρα
- βαθυτέρᾱ , βαθύςdeepfem nom/voc/acc dualβαθυτέρᾱ , βαθύςdeepfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθυτέρᾳ — βαθυτέρᾱͅ , βαθύς deep fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύτερα — βαθύς deep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτέρας — βαθυτέρᾱς , βαθύς deep fem acc pl βαθυτέρᾱς , βαθύς deep fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτέραν — βαθυτέρᾱν , βαθύς deep fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Διρού, σπήλαια — Ονομασία τριών σπηλαίων στη νότια ακτή του όρμου Διρού. Τα σπήλαια φημίζονται για το φυσικό τους κάλλος, αλλά και για τη γεωλογική, σπηλαιολογική και αρχαιολογική τους αξία. ΑλεπότρυπαΠροϊστορικό σπήλαιο σε ύψος 18 μ. από τη θάλασσα στον Πύργο… … Dictionary of Greek
εαρινή αναστροφή — Αναστροφή της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων των λιμνών, η οποία συμβαίνει κατά την άνοιξη. Το νερό των λιμνών έχει μέγιστη πυκνότητα περίπου στους 40°C και μικρότερη πάνω και κάτω από αυτό το όριο. Το καλοκαίρι τα επιφανειακά ύδατα… … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek